αγιωργίτικος

αγιωργίτικος
-η, -ο
βλ. αγιογιωργίτικος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγιογιωργίτικος — και αγιωργίτικος και αϊγιωργίτικος, η, ο [αγιογιωργίτης και αϊγιωργίτης] αυτός που αναφέρεται στον άγιο Γεώργιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”